παραφροσύνη

παραφροσύνη
η, ΝΜΑ [παράφρων, -ονος]
η κατάσταση τού παράφρονα, η απώλεια τού λογικού, τρέλα
νεοελλ.
ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη
αρχ.
φρενικό παραλήρημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραφροσύνη — wandering of mind fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνῃ — παραφροσύνη wandering of mind fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνη — η χάσιμο του λογικού, τρέλα, πράξη ασύνετη: Αυτό που έκαμες ήταν παραφροσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραφροσύναι — παραφροσύνη wandering of mind fem nom/voc pl παραφροσύνᾱͅ , παραφροσύνη wandering of mind fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνηι — παραφροσύνῃ , παραφροσύνη wandering of mind fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσυνῶν — παραφροσύνη wandering of mind fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύναις — παραφροσύνη wandering of mind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνην — παραφροσύνη wandering of mind fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνης — παραφροσύνη wandering of mind fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνηφι — παραφροσύνη wandering of mind fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”